Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Ο φονιάς του W.Blake...

Posted by tospirto | Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011 | Category: , |

Γράφει ο Δημήτρης Ζουγκός 
για την Βιβλιοθήκη της Καβάλας
Μεσόστρατα της ζήσης μου φθασμένος
Στο μαύρος δάσος είχα ξεστρατίσει
Ο ίσιος δρόμος ήτανε χαμένος

(Canto I στιχ. 1-3)

Ώσπου από μακριά διέκρινα ένα πύργο ψηλό που έφερε στη πρόσοψη τίτλο φωτεινό "Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας". Καθώς δεν είχα ξαναπάει, είχα στο μυαλό μου την βιβλιοθήκη του Βατικανού που ούτε εκεί έχω ποτέ πάει ωστόσο από διάφορες περιγραφές της τελευταίας μέσα από ποικίλα αναγνώσματα, ήταν σαν να την γνωρίζω οπότε η σύγκριση ήταν αναπόφευκτη.
Φανταζόμουν, λοιπόν, ότι θα έπρεπε η ύπαρξη μου να...
αναρριχηθεί χιλιάδες σκαλάκια κι έτσι επικαλέστηκα a priori την βοήθεια του Αγίου Βερνάρδου. Εκείνη την εποχή στον Καθολικό παράδεισο δεν πρέπει να είχανε πολύ δουλειά οπότε ο φόβος μου, παρακάμπτοντας τους αριθμούς πρωτοκόλλου, εισακούστηκε άμεσα και μόλις έφτασα στα ριζά του κτιρίου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης ο προστάτης των Αλπινιστών φρόντισε να φυτρώσει αίφνης ένας ανελκυστήρας.
Καθώς ανέβαινα με το καλάθι και μουρμούριζα το ‘’Μακάριος ο άνθρωπος όστις δεν περιεπάτησεν…’’, είχα την αίσθηση ότι ένας Ιησουίτης μοναχός ανέλκυε το σκοινί έτοιμος να με υποδεχτεί με καλοσύνη και ξεναγώντας με ανάμεσα σε χιλιάδες τόμους, ‘’of forgotten lore’’ όπως θα έλεγε κι ο Πόε, τοποθετημένους σε μουχλιασμένους τοίχους, με την μυρωδιά του κέδρου και το κουρνιαχτό του ξύλινου πατώματος να συνοδεύουν την σκιά μου, θα με μυούσε στα μυστήρια της γνώσης. Εντούτοις Ιησουίτης μοναχός δεν υπήρχε και τον ρόλο του Βιργιλίου μου άδραξε την ευκαιρία να διαδραματίσει μια βιβλιοθηκονόμος που δεν πρόσεξε την φασματική μου παρουσία και συνέχισε ομιλώντας στο τηλέφωνο να δηλώνει κατηγορηματικά στην μητέρα της ότι δεν πεινάει. Εγώ από την άλλη πεινούσα, όμως βρισκόμουν στον κόσμο των πνευμάτων και καθώς ο Βιργίλιος είχε κάθε δικαίωμα να πληροφορηθεί το μενού ενώ εγώ όχι, έμεινα να σκουπίζω διακριτικά τα σάλια μου στο πέτο. Όταν τελικά με αντιλήφθηκε, την ώρα ακριβώς της αναγγελίας του επιδορπίου, έκλεισε προς μεγάλη μου απογοήτευση με βιάση το τηλέφωνο και σχεδόν θυμωμένη με ρώτησε τι ζητάω. Κι εγώ με απολογητικό ύφος, μιας και στον κόσμο των πνευμάτων είναι μεγάλο αμάρτημα να ζηλεύει ο πένητας την μπριζόλα του πλησίον, αποκρίθηκα ‘’Σχώρνα με Δάσκαλε μιαν εγγραφή αναζητώ κι άλλο τι αλήθεια δεν ποθώ παρά στον κόσμο αυτό τον Θεϊκό να γίνεις οδηγός μου’’. Μα ο Βιργίλιος, μάλλον δύσπεπτος, δεν φάνηκε ιδιαιτέρα πρόθυμος να με συνοδέψει και έμεινα ολομόναχος να χαράσσω ρότα άγνωστη στα διαζώματα του πνεύματος. Περιηγήθηκα, λοιπόν, το χώρο και σαν βρέθηκα στα ράφια όπου απλώνονταν ανάρια της ποίησης οι τόμοι ένα ρίγος με κατέβαλε χαράς όπως έκπτωτος της κολάσεως όταν στην κόλαση επιστρέφει. Ψηλάφισα με δέος τους τόμους, που αλήθεια τόμοι δεν ήταν παρά οι ευτελέστερες εκδόσεις των εκδόσεων σαν κάποιος προσπαθώντας την πλούσια γνώση ν’ αποκρύψει την σκέπασε με ταπεινό μανδύα μα ούτε τούτο με πτόησε κι ούτε το μάτι, ανάθεμα απ’ όλα τα βιβλία πιο ακριβό, που προστάτευε αυτό που θα περιφρονούσε την όψη του ακόμη και επαίτης. Και συνέχισα ψυχή του φίλου να γυρεύω ανακατεύοντας ψυχών απομεινάρια κι όπως της απελπισίας σύννεφα σκοτείνιαζαν την μέρα, φίλο συνάντησα, ω Θεέ, αλήθεια δαρμένο από την μετάφραση μα πώς από την λάμψη του να μην τον ξεχωρίσω; ’
Έντγκαρ πόσο χαίρομαι’’ του είπα μα εκείνος πιστά την στάση τήρησε με σκυφτό κεφάλι. ‘’Έντγκαρ πες μου είναι εδώ κι άλλοι, ο Κόλριτζ, ο Γουίτμαν, ο Γουόρντσγουωρθ, μήπως ο ακριβός μου Μπλέηκ;’’
Μα ο Έντγκαρ πίσω ψιθύρισε αχνά ‘’Όχι Πια’ κι έφυγε.
Η ανησυχία μου κορυφώθηκε ωσάν ήλιου κέρατο που ανέβλυσε από σωθικά φλεγόμενα και ατενίζει αφ υψηλού τον αιώνιο πυρετό του, μα να λίγο πιο ‘κει δροσιά δακρύων έφερε μια μορφή αχνή και παγωμένη.
‘’Αρθούρε συ; Ω πολύτιμη της έμπνευσης πυξίδα, ω συ της κάθε αράδας μου κριτή αλίμονο με θλίβει η μοναξιά σου. Μα λύσε φίλε μου την σιωπή, μοίρασε το βάρος. Τι κατατρύχει τα σπουδαία πνεύματα; Γιατί από μένα κρύβονται; Που λημεριάζει ο έξοχος ο Μίλτον κι ο Μπλέηκ όπως υφαίνει λέξεις ταπεινές στον αργαλειό των άστρων που έπειτα την κούραση γλυκά αποκοιμίζει;’’.
Κι ο Αρθούρος απ’ όλα σε μένα ψέλλισε μονάχα τούτο ‘’Στον χώρο αυτό τ’ αδύναμα πνεύματα που όπως στη ζωή και στον θάνατο πάντα μυριάδες είναι, εσμός γίναν φονικών σφηκών και τα δυνατά επέταξαν στα νερά της λήθης. Φυλάξου φίλε μου, τι κι αν είσαι ζωντανός ή μοίρα είναι φοβερή και γεννά ποντίκια.‘’ και γρήγορα έτρεξε να κρυφτεί σε φιλικό σκοτάδι.
Η αλήθεια τρομερή και πώς να την πιστέψω μα μια αμφιβολία βολική κράτησε ακέραιη στερνή πνοή ελπίδας. Και πίσω στον οδηγό μου ευθύς γύρισα ότι απορώ να μάθω.
‘’Βιργίλιε, που βρίσκεται ο Μπλέηκ;’’ είπα και η βιβλιοθηκονόμος αποκρίθηκε ‘’Μπλέηκ; Δεν έχουμε κανέναν Μπλέηκ. Έχουμε όμως Χαρπαντίδη.’’.
Ω ψυχή ταλανισμένη, ω Ρεμπώ το δίκιο των λόγων σου πόσο καταριέμαι, μα συ Μπλέηκ, νεκρό κορμί που δεν μπορείς για τις πληγές εκδίκηση να πάρεις, τι όμορφη παρηγοριά τα λόγια σου μου δίνουν, ‘’Αυτός που το πρόσωπο του δεν αναδίνει φως δεν θα γίνει ποτέ άστρο’’.
Και καθώς από την Κόλαση άρχισα για αλλού ν’ οδεύω να ψάλλω ήταν χαρά ‘’Ό,τι ο αέρας για το πουλί ή η θάλασσα για το ψάρι το ίδιο και η καταφρόνια για τον αξιοκαταφρόνητο.’’ .

Currently have 0 σχόλια:


Leave a Reply